χρονομετρώ

χρονομετρώ
[хрономэтро] р. измерять время,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρονομετρώ" в других словарях:

  • χρονομετρώ — χρονομετρώ, χρονομέτρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. χρονομετράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονομετρώ — και χρονομετράω χρονομέτρησα, χρονομετρήθηκα, χρονομετρημένος, μετρώ το χρόνο με χρονόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονομετρώ — Ν προσδιορίζω την ακριβή χρονική διάρκεια γεγονότος ή φαινομένου με την χρήση χρονομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονόμετρο. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • χρονομέτρηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρονομετρώ, η διεργασία μέτρησης τής χρονικής διάρκειας μιας ενέργειας ή ενός έργου με τη χρήση χρονομέτρου ή άλλου τρόπου ή μέσου μεγάλης ακριβείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • χρονομετράω — / χρονομετρώ, χρονομέτρησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. χρονομετρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρονομετρώ, η ακριβής μέτρηση του χρόνου με χρονόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»